σφάκα

σφάκα
Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.) στην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ.,) στην οποία ανήκει και ο Άγ. Ανδρέας.
* * *
η, Ν
κοινή ονομασία τού φυτού ελελίσφακος, αλλ. αλισφακιά, φασκομηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σφάκος*, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφάκα — η το φυτό ελελίσφακος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… …   Dictionary of Greek

  • φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • Sitia — Gemeinde Sitia Δήμος Σητείας …   Deutsch Wikipedia

  • Sfaka — Blick auf Sfaka Sfaka (griechisch Σφάκα (f. sg)) ist ein Ort in der kretischen Gemeinde Sitia der Präfektur Lasithi mit etwa 320 Einwohnern (2001). Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • ασφάκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 304 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εκάλης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού… …   Dictionary of Greek

  • ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… …   Dictionary of Greek

  • φάκο — το, Ν κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους σάλβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού γνωστού με τη λόγια ονομ. φυτού ελελίσφακον ή ελελίσφακος (πρβλ. τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού φάσκος, σφάκα, σφακιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”