σφάκα — η το φυτό ελελίσφακος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… … Dictionary of Greek
φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
Sitia — Gemeinde Sitia Δήμος Σητείας … Deutsch Wikipedia
Sfaka — Blick auf Sfaka Sfaka (griechisch Σφάκα (f. sg)) ist ein Ort in der kretischen Gemeinde Sitia der Präfektur Lasithi mit etwa 320 Einwohnern (2001). Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
ασφάκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 304 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εκάλης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού… … Dictionary of Greek
ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… … Dictionary of Greek
φάκο — το, Ν κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους σάλβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού γνωστού με τη λόγια ονομ. φυτού ελελίσφακον ή ελελίσφακος (πρβλ. τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού φάσκος, σφάκα, σφακιά)] … Dictionary of Greek